αστείο

αστείο
1) astuce
2) badinage
3) boutade
4) plaisanterie

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • έψιασμα — το και πληθ. εψιάσματα και ψιάσματα, τα [ἑψιῶμαι] αστείο πείραγμα με λόγια …   Dictionary of Greek

  • αντιπαίζω — ἀντιπαίζω (Α) 1. παίζω με κάποιον 2. ανταποδίδω το αστείο …   Dictionary of Greek

  • αρλούμπα — η 1. φλυαρία, ανόητος λόγος 2. η εντελώς απερίσκεπτη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι προέρχεται με αναγραμματισμό από το *αμπούρλα < ιταλ. burla «αστείο, φάρσα», με ανάπτυξη του προθεματικού στοιχείου α . Κατ άλλους ο τ …   Dictionary of Greek

  • αστειεύομαι — (AM ἀστειεύομαι) μιλώ με τρόπο αστείο και ευχάριστο, όχι σοβαρά νεοελλ. φρ. αστειεύεσαι φανερώνει έντονη άρνηση ή κατάφαση αρχ. μιλώ ή γράφω με εξυπνάδα και πειστικότητα …   Dictionary of Greek

  • αχτύπητος — και ακτύπητος, η, ο 1. αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν μπορεί να χτυπηθεί 2. αυτός που δεν τον ξυλοκόπησαν, ο άδαρτος 3. αυτός που δεν χτυπήθηκε με όπλο, ο ατραυμάτιστος 4. αυτός που δύσκολα μπορεί να πληγωθεί ή να φονευθεί 5. (για το γάλα) αυτό… …   Dictionary of Greek

  • βωμολοχία — η (Α βωμολοχία) [βωμόλόχος] 1. άσεμνο αστείο, αισχρολογία 2. χυδαία βρισιά αρχ. το να παραμονεύει κανείς στον βωμό για να κλέψει ή να ζητιανέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας …   Dictionary of Greek

  • γελοίασμα — γελοίασμα, το (Μ) [γελοιάζω] το αστείο …   Dictionary of Greek

  • εξυπνάδα — η 1. η ιδιότητα τού έξυπνου, ευφυΐα 2. έξυπνο αστείο 3. στον πληθ. (κοροϊδευτικά) εξυπνάδες άνοστα, ανόητα αστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξυπνος + επίθημα άδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”